- ἐπιγλωττίς
- ἐπιγλωσσίς , ἐπιγλωσσίςvalve which covers the larynxfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
epiglotis — ► sustantivo femenino ANATOMÍA Cartílago elástico y ovalado, situado encima del orificio superior de la laringe al que cierra durante la deglución. IRREG. plural epiglotis SINÓNIMO laringe * * * epiglotis (del lat. «epiglottis», del gr.… … Enciclopedia Universal
επιγλωσσίς — η βλ. επιγλωττίς … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
επιγλωττικός — ή, ό(ν) [επιγλωττίς] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επιγλωττίδα* … Dictionary of Greek
υοεπιγλωττικός — ή, ό, Ν υοεπιγλωττιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υο ειδής + επιγλωττίς, ίδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
epiglotis — (Del lat. epiglottis, y este del gr. ἐπιγλωττίς). f. Anat. Lámina cartilaginosa, sujeta a la parte posterior de la lengua de los mamíferos, que tapa la glotis al tiempo de la deglución … Diccionario de la lengua española